- τοὐπίγραμμα
- ἐπίγραμμα , ἐπίγραμμαinscriptionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… … Dictionary of Greek